Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Το θέατρο και η διαμαρτυρία

Οι συμβολικές διαμαρτυρίες ακολούθησαν τις προηγούμενες βίαιες, άρα μπορούμε κατ΄ αρχήν να τις δούμε ως μια έμπρακτη αντίστιξη στη βία ή απόπειρα υπέρβασής της

Του Κωστή Παπαϊωάννου

Η διακοπή θεατρικών παραστάσεων ή τηλεοπτικών προγραμμάτων και η χρήση της Ακρόπολης ως φόντου για εκδηλώσεις διαμαρτυρίας προκάλεσαν έναν διάλογο στον οποίο κυριάρχησαν το ανάθεμα και η επιβράβευση, αφήνοντας σε αρκετούς μια απροσδιόριστη αμηχανία. Οι συμβολικές διαμαρτυρίες ακολούθησαν πάντως τις προηγούμενες βίαιες, άρα μπορούμε κατ΄ αρχήν να τις δούμε ως μια έμπρακτη αντίστιξη στη βία ή απόπειρα υπέρβασής της. Η αμηχανία όμως παραμένει. Σε οποιαδήποτε συζήτηση για τα «όρια της διαμαρτυρίας» υπεισέρχεται αναπόφευκτα μια στάθμιση υποκειμενική: πώς αξιολογούμε εν τέλει ένα «κακό» που διαπράττεται στο όνομα ενός «καλού»; Ας θέσουμε ορισμένα ερωτήματα. Επιχειρεί η διαμαρτυρία μέσω ενός εύγλωττου συμβολισμού να διαδώσει ένα μήνυμα με τρόπο ειρηνικό; Αποσκοπεί στην άρση μιας συγκεκριμένης αδικίας; Έχουν πρόσωπο οι διαμαρτυρόμενοι, κινούνται στον δημόσιο χώρο, αναλαμβάνουν την ευθύνη και τις συνέπειες της διαμαρτυρίας τους; Υπάρχει σχετική έστω αναλογικότητα μεταξύ σκοπού και μέσων; Έχει η διαμαρτυρία διάρκεια συγκεκριμένη, δηλαδή η «τομή του φυσιολογικού χρόνου» υπηρετεί συντεταγμένα τον σκοπό της χωρίς να εκφυλίζεται σε μια αυτιστική εσαεί επίθεση σε βασικές κοινωνικές λειτουργίες; Απευθύνεται η διαμαρτυρία πρωτίστως στην κρίση του πολίτη, ζητεί «νομιμοποίηση» υπερασπίζοντας βασικές αρχές του Συντάγματος; Και βέβαια, δεσπόζει το ποσοτικό κριτήριο: πόσες παραστάσεις αντέχουμε να διακοπούν, πόσες συμβολικές διαμαρτυρίες να τάμουν τον φυσιολογικό χρόνο; Διαμαρτυρία χωρίς κόστος κοινωνικό δεν νοείται. Η σαγήνη της διαμαρτυρίας απειλεί όμως να γίνει αυτοσκοπός και να παραγνωριστεί ότι υπάρχει ένα απώτατο όριο στην ικανότητα της δημόσιας σκηνής να αφομοιώσει τέτοιες εκδηλώσεις. Πέρα από το όριο αυτό οδηγούμαστε σε μια μέθοδο φθίνουσας αποτελεσματικότητας που τροφοδοτεί τη σύγκρουση, αδιαφορεί για τον υποτιθέμενο σκοπό της, τη διάδοση του μηνύματος και λειτουργεί πολλαπλώς εκφυλιστικά. Δίπλα στο ποσοτικό κριτήριο, στέκει το συγκεκριμένο ή μη του αιτήματος. Ποια είναι η μακροπρόθεσμη δυναμική μιας διαμαρτυρίας που καίει το κάρβουνο της οργής χωρίς να το μετουσιώνει σε αίτημα συγκεκριμένης (δημοκρατικής, να εξηγούμαστε) αλλαγής; Κι από την άλλη, μπορούμε να απαιτούμε από την οργή να γίνει αίτημα και μάλιστα στα πρώτα της ξεσπάσματα;

Ο καθένας μπορεί να απαντήσει σε αυτά ή άλλα ερωτήματα. Έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ περισσότερα τα ερωτήματα από τις απαντήσεις, ιδίως επειδή λείπει η ικανή χρονική απόσταση. Γιατί, βέβαια, κανείς δεν θα κατήγγελλε σήμερα την παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης που σήμανε η διακοπή μιας πανεπιστημιακής διάλεξης ή θεατρικής παράστασης από τους εξεγερθέντες του γαλλικού Μάη ή από το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Η Ιστορία δικαίωσε τις διαμαρτυρίες τους. Αλλά και πιο κοντά μας, λίγοι εναντιώθηκαν στην πρόσφατη «προσβολή» της τελετής στην Ολυμπία, ακριβώς γιατί το αγαθό του σεβασμού των δικαιωμάτων στην Κίνα ήταν καταφανώς μείζον. Να γιατί η καταδίκη των «απολίτιστων» που τώρα διαμαρτύρονται συμβολικά στα θέατρα μοιάζει, αν μη τι άλλο, πρωθύστερη και αβασάνιστη (ακόμη κι αν θεωρεί κάποιος την άνευ όρων επιβράβευσή τους το ίδιο αβασάνιστη).

Πολλά δοκιμάστηκαν τούτες τις ημέρες, μεταξύ τους και οι αντοχές μας απέναντι στη διαμαρτυρία. Ζούμε εξάλλου σε μια χώρα με υπερπαραγωγή διαμαρτυρίας, μάλλον διότι υπάρχει και υπερπαραγωγή αιτίων που τη γεννούν. Να γιατί δεν χωρούν εύκολοι αφορισμοί. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι μπήκαμε σε έτος κοινωνικής έντασης, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι οι εύκολοι αφορισμοί. Είναι όμως βέβαιο ότι θα μας περισσέψουν.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: